supernate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
supernate (en)
- ορός (αραιό διάλυμα) πάνω από ίζημα (precipitate)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- supernatant liquid
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- suspension (εναιώρημα, υγρό μείγμα με μικρά κομματάκια)
- precipitate (ίζημα, κατακάθι)