superposé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sy.pɛʁ.po.ze/
Μετοχή[επεξεργασία]
superposé (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
superposé | superposés |
superposé (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
superposé | superposés |