supplicia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
supplicia (fr)
- γ' ενικό πρόσωπο του αορίστου του ρήματος supplicier
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
supplicia (la)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του supplicium