Μετάβαση στο περιεχόμενο

suprême

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
suprême suprêmes

suprême (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]