surelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
surelle | surelles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
surelle (fr) θηλυκό
- (φυτό) το ξινολάπαθο
ενικός | πληθυντικός |
surelle | surelles |
surelle (fr) θηλυκό