surfait
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- surfait < surfaire
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | surfait | surfaits |
θηλυκό | surfaite | surfaites |
surfait (fr)
- (σχετικά με τη φήμη που έχει κάποιος, με την εικόνα που έχει αφήσει στους άλλους) υπερβολικός