surfaix
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
surfaix | surfaix |
surfaix (fr) αρσενικό
- τμήμα της ιπποσκευής που επιτρέπει τη διατήρηση ενός φορτίου στην πλάτη ενός ζώου