surgically
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]surgically (en) (χωρίς παραθετικά)
- χειρουργικά
- ↪ The tumor was removed surgically.
- Ο όγκος αφαιρέθηκε χειρουργικά.
- ↪ The tumor was removed surgically.