surmise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
surmise surmises

surmise (en) (επίσημο, μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η υπόθεση
    Your surmise was correct.
    Η υπόθεσή σου ήταν σωστή.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας surmise
γ΄ ενικό ενεστώτα surmises
αόριστος surmised
παθητική μετοχή surmised
ενεργητική μετοχή surmising

surmise (en)

  1. συμπεραίνω
  2. υποθέτω

Πηγές[επεξεργασία]