surprenant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

surprenant (fr) αρσενικό, surprenante θηλυκό.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

surprendre, surprise