surprenant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
surprenant (fr) αρσενικό, surprenante θηλυκό.
surprenant (fr) αρσενικό, surprenante θηλυκό.