surprisingly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | surprisingly |
συγκριτικός | more surprisingly |
υπερθετικός | most surprisingly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- surprisingly < surprising + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]surprisingly (en)
- εκπληκτικά, παράδοξα/παραδόξως, προς έκπληξή μου
- ↪ The growth rate is surprisingly on the rise after the previous economic crisis.
- Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι εκπληκτικά ανοδικός μετά την προηγούμενη οικονομική κρίση.
- ↪ No one expected it but, surprisingly, we succeeded.
- Δεν το περίμενε κανένας αλλά παράδοξα τα καταφέραμε.
- ↪ Surprisingly, I am in a good mood today.
- Παραδόξως, σήμερα έχω καλή διάθεση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη strangely
- ↪ The growth rate is surprisingly on the rise after the previous economic crisis.