surrogacy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/ˈsʌrəgəsɪ/

Ετυμολογία en[επεξεργασία]

πρώιμος 17ος αιώνας: surrogacy < λατινικά: surrogatus, μετοχή αορίστου του surrogare (la) «εκλέγω αντικαταστάτη» <
< super- «υπερ-, υπέρ, πάνω» + rogare «ρωτώ»

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

surrogacy (en)

  1. η υποκατάσταση, η αναπλήρωση, η αντικατάσταση
  2. η παρένθετη μητρότητα