surrogacy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈsʌrəgəsɪ/
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
πρώιμος 17ος αιώνας: surrogacy < λατινικά: surrogatus, μετοχή αορίστου του surrogare (la) «εκλέγω αντικαταστάτη» <
< super- «υπερ-, υπέρ, πάνω» + rogare «ρωτώ»
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
surrogacy (en)