Μετάβαση στο περιεχόμενο

surround

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας surround
γ΄ ενικό ενεστώτα surrounds
αόριστος surrounded
παθητική μετοχή surrounded
ενεργητική μετοχή surrounding

surround (en)

  1. περιβάλλω, περιστοιχίζω, τριγυρίζω, περιτριγυρίζω, βρίσκομαι γύρω από κάποιον ή κάτι
      A wooden fence surrounds the garden.
    Ένας ξύλινος φράχτης περιβάλλει τον κήπο.
      The tower is surrounded by a deep moat.
    Ο πύργος περιβάλλεται από βαθιά τάφρο.
      The square is surrounded by trees.
    Η πλατεία περιστοιχίζεται από δέντρα.
      a garden surrounded by roses - κήπος τριγυρισμένος από τριαντάφυλλα
      The valley is surrounded by hills.
    Η κοιλάδα περιτριγυρίζεται από λόφους.
  2. κυκλώνω, περικυκλώνω, σχηματίζω κλοιό γύρω από κάποιον ή κάτι
      The police surrounded the block.
    Η αστυνομία κύκλωσε το τετράγωνο.
      The police surrounded the building.
    Η αστυνομία περικύκλωσε το κτίριο.
      We are surrounded on all sides.
    Είμαστε από παντού περικυκλωμένοι.
      Surrender; we have you surrounded from all sides.
    Παραδοθείτε· σας έχουμε περικυκλώσει από παντού.
  3. που σχετίζεται με κάτι
      The report explores the issues surrounding the case.
    Η έκθεση εξετάζει τα ζητήματα που σχετίζονται με την υπόθεση.
  4. περιστοιχίζω, είμαι γύρω από κάποιον και αποτελώ τη συνοδεία του
      Sycophants and opportunists surround him.
    Τον περιστοιχίζουν κόλακες και καιροσκόποι.
      She is surrounded by a crowd of fans.
    Περιστοιχίζεται από πλήθος θαυμαστές.

Σύνθετα

[επεξεργασία]