Μετάβαση στο περιεχόμενο

surrounding

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

surrounding (en) (χωρίς παραθετικά)

  • περιβάλλων, γύρω
    ⮡  the surrounding garden of a building - ο περιβάλλων κήπος ενός κτιρίου
    ⮡  the surrounding area - η γύρω περιοχή
    ⮡  The dam collects water from the surrounding mountains.
    Το φράγμα μαζεύει το νερό από από τα γύρω βουνά.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

surrounding (en)