surrounding
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]surrounding (en) (χωρίς παραθετικά)
- περιβάλλων, γύρω
- ⮡ the surrounding garden of a building - ο περιβάλλων κήπος ενός κτιρίου
- ⮡ the surrounding area - η γύρω περιοχή
- ⮡ The dam collects water from the surrounding mountains.
- Το φράγμα μαζεύει το νερό από από τα γύρω βουνά.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]surrounding (en)