Μετάβαση στο περιεχόμενο

suspekti

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
suspekti < suspekt- + -i
ρήμα suspekti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας suspektas suspektanta suspektata
αόριστος suspektis suspektinta suspektita
μέλλοντας suspektos suspektonta suspektota
υποθετική suspektus - -
προστακτική suspektu - -

suspekti (eo)



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

suspekti (io)