Μετάβαση στο περιεχόμενο

suspense

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

suspense (en) (μη μετρήσιμο)

  • η εναγώνια αναμονή
      after a long period of suspense - ύστερα από μακρά περίοδο εναγώνιας αναμονής



      ενικός         πληθυντικός  
suspense suspenses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

suspense (fr) αρσενικό