sustainability

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sustainability < sustain + -ability

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sustainability (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η αειφορία, η βιωσιμότητα, η διαχείριση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων για να μην βλάπτεται το περιβάλλον
    the principle of sustainability - η αρχή της αειφορίας
    environmental sustainability - περιβαλλοντική βιωσιμότητα
  2. η βιωσιμότητα, η ικανότητα να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα
    The sustainability of the business is in doubt.
    Η βιωσιμότητα της επιχείρησης είναι αμφίβολη.
     συνώνυμα: viability

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη sustain