sustainability
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sustainability (en) (μη μετρήσιμο)
- η αειφορία, η βιωσιμότητα, η διαχείριση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων για να μην βλάπτεται το περιβάλλον
- ↪ the principle of sustainability - η αρχή της αειφορίας
- ↪ environmental sustainability - περιβαλλοντική βιωσιμότητα
- η βιωσιμότητα, η ικανότητα να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη sustain