sustenter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

sustenter (fr)

  1. σιτίζομαι
  2. τρέφομαι
    le malade recommence à se sustenter - ο άρρωστος ξαναρχίζει να τρέφεται