svati
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα svati | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | svatas | svatanta | svatata |
αόριστος | svatis | svatinta | svatita |
μέλλοντας | svatos | svatonta | svatota |
υποθετική | svatus | - | - |
προστακτική | svatu | - | - |
svati (eo)
- παρεμβαίνω σε κάτι που δε με αφορά