svolta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
svolta svolte

svolta (it)

  1. η στροφή ενός δρόμου
  2. (μεταφορικά) η κρίσιμη στιγμή