svolta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
svolta | svolte |
svolta (it)
- η στροφή ενός δρόμου
- (μεταφορικά) η κρίσιμη στιγμή
ενικός | πληθυντικός |
svolta | svolte |
svolta (it)