Μετάβαση στο περιεχόμενο

swearing

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

swearing (en) (μη μετρήσιμο)

  • η βλαστήμια, οι βρισιές, αγενής ή προσβλητική γλώσσα
      Swearing has no place in a civilized discussion.
    Η βλαστήμια δεν έχει θέση σε μια πολιτισμένη συζήτηση.
      I’m trying to cut out the swearing, but it’s hard.
    Προσπαθώ να κόψω τις βρισιές, αλλά είναι δύσκολο.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

swearing (en)