sweetener

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sweetener sweeteners

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sweetener < sweeten + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sweetener (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το γλυκαντικό, μια ουσία που χρησιμοποιείται για να κάνει τα τρόφιμα ή τα ποτά να έχουν πιο γλυκιά γεύση
    a carbonated soft drink with sweeteners - αεριούχο αναψυκτικό με γλυκαντικά