sweetener
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sweetener | sweeteners |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sweetener (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το γλυκαντικό, μια ουσία που χρησιμοποιείται για να κάνει τα τρόφιμα ή τα ποτά να έχουν πιο γλυκιά γεύση
- ↪ a carbonated soft drink with sweeteners - αεριούχο αναψυκτικό με γλυκαντικά