swell
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- swell < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική swellen < αγγλοσαξονική < πρωτογερμανική < άγνωστης ετυμολογίας
- το ουσιαστικό: < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική swelle < ρήμα swellen
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
swell | swells |
swell (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | swell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swells |
αόριστος | swelled, swole |
παθητική μετοχή | swelled, swollen |
ενεργητική μετοχή | swelling |
swell (en)
- (αμετάβατο) φουσκώνω, διογκώνομαι, πρήζομαι, αυξάνω οι διαστάσεις
- ⮡ Wood often swells (up) when it gets wet.
- Το ξύλο συχνά φουσκώνει όταν βραχεί.
- ⮡ A solid body swells by absorbing liquid.
- Ένα στερεό σώμα διογκώνεται με την απορρόφηση υγρού.
- ⮡ His face swelled up.
- Πρήστηκε το πρόσωπό του.
- ⮡ Wood often swells (up) when it gets wet.
- (αμετάβατο) φουσκώνω, είμαι γεμάτος ένα δυνατό συναίσθημα
- ⮡ He swelled with pride.
- Φούσκωσε από περηφάνια.
- ⮡ He swelled with pride.
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]swell (en)
- (παρωχημένο) κομψός, ντυμένος με γούστο
- (παρωχημένο, ΗΠΑ, Καναδάς) εξαιρετικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]swell (en)
- (παρωχημένο, ανεπίσημο, ΗΠΑ, Καναδάς) πολύ καλά
Πηγές
[επεξεργασία]- swell (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- swell (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- swell (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 945-946. ISBN 9780194325684., λήμμα: φουσκώνω
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μουσική (αγγλικά)
- Παρωχημένοι όροι (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Επίθετα (αγγλικά)
- Επιρρήματα (αγγλικά)