swivel
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
swivel | swivels |
swivel (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]swivel (en)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
swivel στην αγγλική Βικιπαίδεια