swoop
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
swoop | swoops |
swoop (en)
- εφόρμηση, έφοδος
- απότομη βουτιά στον αέρα, εναέρια βουτιά
- (μεταφορικά) βουτιά των τιμών στο χρηματιστήριο ή σε άλλους δείκτες, αστροφυσική: βουτιά της συμπαντικής πυκνότητας
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | swoop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swoops |
αόριστος | swooped |
παθητική μετοχή | swooped |
ενεργητική μετοχή | swooping |
swoop (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- swoop - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω, ρίχνω