Μετάβαση στο περιεχόμενο

sworn

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

sworn (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. (νομικός όρος) ένορκος
    παράδειγμα  a sworn testimony/affidavit - ένορκη μαρτυρία/κατάθεση
  2. που είναι ορκισμένος να είναι κάτι που αναφέρθηκε
    παράδειγμα  a sworn enemy of democracy - ορκισμένος εχθρός της δημοκρατίας

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

sworn (en)