sworn
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]sworn (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- (νομικός όρος) ένορκος
a sworn testimony/affidavit - ένορκη μαρτυρία/κατάθεση
- που είναι ορκισμένος να είναι κάτι που αναφέρθηκε
a sworn enemy of democracy - ορκισμένος εχθρός της δημοκρατίας
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]sworn (en)