ŝutro
(Ανακατεύθυνση από sxutro)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝutro | ŝutroj |
αιτιατική | ŝutron | ŝutrojn |
ŝutro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝutro | ŝutroj |
αιτιατική | ŝutron | ŝutrojn |
ŝutro (eo)