Μετάβαση στο περιεχόμενο

syllabaire

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
syllabaire syllabaires

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

syllabaire (fr) αρσενικό

  1. (γλωσσολογία) συλλαβογραφία
  2. βιβλίο που παρουσιάζει κάθε λέξη με τις συλλαβές που την αποτελούν