syllogistique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
syllogistique | syllogistiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
syllogistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
syllogistique | syllogistiques |
syllogistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό