sylphide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sylphide sylphides

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sylphide < sylph(e) + -ide < νεολατινική sylphus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sylphide (fr) θηλυκό