sympathetic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sympathetic < sympath(y) + -etic
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌsɪmpəˈθɛtɪk/
Επίθετο[επεξεργασία]
sympathetic (en)
- που δείχνει συμπάθεια, που συμπάσχει με κάποιον άλλο, συμπονετικός, σπλαχνικός
- που δείχνει συμπάθεια, εύνοια
- συμπαθής, συμπαθητικός
- ευνοϊκά διακείμενος, φιλικά διακείμενος
- (ανατομία) συμπαθητικός
- sympathetic nervous system - συμπαθητικό νευρικό σύστημα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- sympathetic ink
- sympathetic look: συμπονετική ματιά
- sympathetic strike: απεργία συμπαράστασης
- sympathetic magic: συμπαθητική μαγεία