sympathiser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sympathiser (en)

  1. (ΗΒ) αυτός που δείχνει συμπόνια, που συμπάσχει με κάποιον
  2. (ΗΒ) αυτός που δείχνει συμπάθεια για κάποιες ιδεολογικές απόψεις, ο συμπαθών
    a Communist sympathiser - συμπαθών του κομμουνισμού (αλλά όχι μέλος ενός κομμουνιστικού κόμματος)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

sympathiser (fr)

Συγγενικά[επεξεργασία]