Μετάβαση στο περιεχόμενο

synapse

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
synapse synapses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

synapse (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]