synchro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
synchro | synchros |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
synchro (fr) θηλυκό
- (στον κινηματογράφο) (οικείο) ο μετασυγχρονισμός
ενικός | πληθυντικός |
synchro | synchros |
synchro (fr) θηλυκό