synergie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
synergie | synergies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
synergie (fr) θηλυκό
- η συνεργασία πολλών οργάνων, η κοινή ενέργεια πολλών συντελεστών