synergisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
synergisme | synergismes |
synergisme (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) η συνεργασία, η κοινή (θεϊκή και ανθρώπινη) δράση
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη synergie