Μετάβαση στο περιεχόμενο

synergy

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
synergy synergies

synergy (en)

  • η συνέργεια
    παράδειγμα  The synergy between scientists and engineers led to an important discovery.
    Η συνέργεια μεταξύ επιστημόνων και μηχανικών οδήγησε σε μια σημαντική ανακάλυψη.