Μετάβαση στο περιεχόμενο

synodique

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.nɔ.dik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
synodique synodiques

synodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό