Μετάβαση στο περιεχόμενο

synonyme

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
synonyme synonymes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

synonyme (fr) αρσενικό

  1. συνώνυμο
    les synonymes du verbe dire