synthé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
synthé (fr) αρσενικό Λέξη της καθομιλουμένης, αντί για synthétiseur.
synthé (fr) αρσενικό Λέξη της καθομιλουμένης, αντί για synthétiseur.