synthétique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sɛ̃.te.tik/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
synthétique | synthétiques |
synthétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη synthèse