szachistka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική szachistka szachistki
γενική szachistki szachistek
δοτική szachistce szachistkom
αιτιατική szachist szachistki
οργανική szachist szachistkami
τοπική szachistce szachistkach
κλητική szachistko szachistki

Ετυμολογία [επεξεργασία]

szachistka < szachy

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

szachistka (pl) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη szachy