szacunek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
szacunek < γερμανική Schätzung

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

szacunek (pl) αρσενικό

  1. ο σεβασμός
  2. η εκτίμηση (σε όλες τις σημασίες)