szakal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

szakal (pl) αρσενικό

  • το τσακάλι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)

Συγγενικά[επεξεργασία]