szaleństwo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | szaleństwo | szaleństwa |
γενική | szaleństwa | szaleństw |
δοτική | szaleństwu | szaleństwom |
αιτιατική | szaleństwo | szaleństwa |
οργανική | szaleństwem | szaleństwami |
τοπική | szaleństwu | szaleństwach |
κλητική | szaleństwo | szaleństwa |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
szaleństwo (pl) ουδέτερο