szczyt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
szczyt < πρωτοσλαβική ščitъ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
szczyt (pl) αρσενικό
- η κορυφή
szczyt < πρωτοσλαβική ščitъ
szczyt (pl) αρσενικό