szkoła
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]szkoła < αρχαία ελληνική σχολή
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]szkoła (pl) θηλυκό
- το σχολείο
szkoła < αρχαία ελληνική σχολή
szkoła (pl) θηλυκό