szpilka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική szpilka szpilki
γενική szpilki szpilek
δοτική szpilce szpilkom
αιτιατική szpil szpilki
οργανική szpil szpilkami
τοπική szpilce szpilkach
κλητική szpilko szpilki

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

szpilka (pl) θηλυκό

  1. η καρφίτσα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  1. ze szpilką: (με τακούνι) στιλέτο