szpilka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | szpilka | szpilki |
γενική | szpilki | szpilek |
δοτική | szpilce | szpilkom |
αιτιατική | szpilkę | szpilki |
οργανική | szpilką | szpilkami |
τοπική | szpilce | szpilkach |
κλητική | szpilko | szpilki |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
szpilka (pl) θηλυκό
- η καρφίτσα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ze szpilką: (με τακούνι) στιλέτο