tâche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tâche | tâches |
tâche (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης : tache, taché |
ενικός | πληθυντικός |
tâche | tâches |
tâche (fr) θηλυκό