tâche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: tache, taché

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tâche tâches

tâche (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]