Μετάβαση στο περιεχόμενο

tâcher

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: tacher

tâcher (fr)

  • δοκιμάζω, προσπαθώ
    tâche d'être à l'heure au rendez-vous - προσπάθησε να είσαι στην ώρα σου στο ραντεβού

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]